- ἐναντίοις
- ἐναντίοςoppositemasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
επιπίπτω — (Α ἐπιπίπτω) [πίπτω] πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.) αρχ. 1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.) 2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.) 3. (για χρέος) προσαυξάνω … Dictionary of Greek
επιφήμισμα — ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) [επιφημίζω] λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῑς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek
συνορμίζω — Α προσορμίζω συγχρόνως («συνορμίσαντες τὰς ναῡς ἐμάχοντο ἐπιπλέουσι τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁρμίζω «προσορμίζω, ελλιμενίζω»] … Dictionary of Greek